τερτσέτο

τερτσέτο
το, Ν
1. ιταλική ποιητική στροφή η οποία αποτελείται από τρεις στίχους και ο πρώτος και τρίτος στίχος είναι ομοιοκατάληκτοι ενώ ο δεύτερος ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο και τρίτο στίχο τού επόμενου τρίστιχου, αλλ. τέρτσα ρίμα, τερτσίνα
2. σύντομο μουσικό τεμάχιο για τρία όργανα ή τρεις φωνές, τριωδία
3. χορός για τρία πρόσωπα
4. μτφ. τριάδα φίλων ή συντρόφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terzetto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τερτσέτο — το (λ. ιταλ.) 1. μουσικό κομμάτι για τρία όργανα ή τρεις φωνές, τρίο. 2. χορός με τρεις χορευτές. 3. τριάδα φίλων ή συντρόφων της ίδιας ηθικής στάθμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερτσίνα — η, Ν 1. μουσ. τρία φθογγόσημα που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα 2. στροφή με τρεις στίχους, αλλ. τερτσέτο ή τέρτσα ρίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terzina] …   Dictionary of Greek

  • τριωδία — η μουσική σύνθεση για τρεις φωνές ή για τρία μουσικά όργανα, τρίο, τερτσέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”